μυεντερικός

μυεντερικός
-ή, -ό
ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα και στους μυς («μυεντερικό πλέγμα» — γαγγλιοφόρο νευρικό πλέγμα τού εντερικού τοιχώματος μεταξύ επιμήκους και κυκλοτερούς μυϊκής στιβάδας).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myenteric (< μύς + εντερικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”