- μυεντερικός
- -ή, -όανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα και στους μυς («μυεντερικό πλέγμα» — γαγγλιοφόρο νευρικό πλέγμα τού εντερικού τοιχώματος μεταξύ επιμήκους και κυκλοτερούς μυϊκής στιβάδας).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myenteric (< μύς + εντερικός)].
Dictionary of Greek. 2013.